- επωαστικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στην επώαση ή που συντελεί σ' αυτή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επωαστικός — ή, ό (AM ἐπωαστικός, ή, όν) [επωάζω] 1. αυτός που αναφέρεται στην επώαση («επωαστικό μέσο») 2. αυτός που επωάζει («επωαστικά πουλιά») 3. φρ. «επωαστική μηχανή» επωαστήρας αρχ. (για πτηνά) αυτός που επιθυμεί να επωάσει … Dictionary of Greek
επωαστικός θάλαμος — Συσκευή που χρησιμοποιείται στην ορνιθοτροφία για την τεχνητή επώαση των αβγών. Αποτελείται από ένα ξύλινο κιβώτιο ή από άλλο δυσθερμαγωγό υλικό, από μια θερμαντική συσκευή (νερού, αέρα ή ηλεκτρική), από μια σειρά αγωγών για τη διανομή της… … Dictionary of Greek
ἐπῳαστικώτεραι — ἐπῳαστικός fond of sitting fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευναίος — εὐναῑος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν. β. «εὐναῑα [ἴχνη]» τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.) 2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με… … Dictionary of Greek
μαλακόστρακα — Η μεγαλύτερη από τις εννέα ομοταξίες των καρκινοειδών, της οποίας έχουν περιγραφεί μέχρι σήμερα περισσότερα από 20.000 είδη. Τα μ. περιλαμβάνουν μια μεγάλη ποικιλία μορφών σώματος, και οργανισμούς κατά πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, όπως είναι… … Dictionary of Greek